- λύδιος
- ία , ον1) см. λυδικός; 2):
λύδία λίθος — пробный камень
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λύδία λίθος — пробный камень
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Λύδιος — of Lydia masc nom sg Λύδιος of Lydia masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύδιος — α, ο (AM λύδιος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [Λυδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία, αρχαία χώρα τής Μικράς Ασίας, ή προέρχεται από τη Λυδία, λυδικός 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λύδιος, η Λυδία ο Λυδός, η Λυδή, αυτός ή αυτή που… … Dictionary of Greek
λύδιος τρόπος — Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της … Dictionary of Greek
Λύδιον — Λύδιος of Lydia masc acc sg Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc sg Λύδιος of Lydia masc/fem acc sg Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυδίων — Λύδιος of Lydia fem gen pl Λύδιος of Lydia masc/neut gen pl Λύδιος of Lydia masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυδίοις — Λύδιος of Lydia masc/neut dat pl Λύδιος of Lydia masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυδίοισι — Λύδιος of Lydia masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) Λύδιος of Lydia masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυδίου — Λύδιος of Lydia masc/neut gen sg Λύδιος of Lydia masc/fem/neut gen sg Λυδίης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυδίους — Λύδιος of Lydia masc acc pl Λύδιος of Lydia masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυδίῳ — Λύδιος of Lydia masc/neut dat sg Λύδιος of Lydia masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύδια — Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc pl Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc pl Λυδίης masc voc sg Λυδίης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)